|
|
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΝΩΝ ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Του Φίλιππα Κυρίτση
29 Νοεμβρίου 2010
|
Πρέπει να είναι κανείς τελείως άσχετος με το τι γίνεται στην Ελλάδα για να μην ξέρει ότι εδώ και χρόνια, με μια ένταση που αυξάνει όλο και περισσότερο, εγκληματικές συμμορίες, απόγονοι εγκληματικών συμμοριών του παρελθόντος που παλιά λεγόντουσαν ακραιφνείς εθνικόφρονες, χουντικοί κλπ., κλιμακώνουν έναν αιματηρό ψυχρό πόλεμο ενάντια σε κάθε κοινωνικά αδύναμο και δημοσιογραφικά συκοφαντημένο κάτοικο αυτής της χώρας. Ανθρώπους που οι ίδιες αυτές εγκληματικές συμμορίες σαν ατομικοί εργοδότες ή πελάτες ξεζουμίζουν και σε κάποιες περιπτώσεις οδηγούν σε πρόωρο θάνατο, όπως τις καταναγκαστικά εκδιδόμενες κοπέλες. Είναι οι γνωστές συμμορίες αγανακτισμένων πολιτών, που είτε σε χωριά, όπως τα Εξαμίλια, η Αμάρυνθος, η Μανωλάδα κλπ. είτε σε πόλεις και πολύ περισσότερο στην πρωτεύουσα της χώρας, πάντα με την προστασία της αστυνομίας, επιδίδονται σε εμπρησμούς, καταστροφές, ξυλοδαρμούς και σαν μεμονωμένα άτομα σε δολοφονίες ανθρώπων που το ελληνικό κράτος περιφρονεί σαν αδέσποτα σκυλιά. Και η πλειοψηφία των θυμάτων τους είναι μετανάστες, τσιγγάνοι, πρεζάκηδες, και σε κλειστούς χώρους καταναγκαστικά εκδιδόμενες κοπέλες και παιδιά.
Η δράση αυτών των συμμοριών δεν είναι καινούργια και συνοδεύει πάντα το κράτος. Γι’ αυτό και χονδρικά χαρακτηρίζονται σαν παρακράτος. Και ούτε οι μέθοδες τους είναι καινούργιες. Από τις επιθέσεις τους σε κάθε αλλόγλωσσο, αλλόθρησκο ή αλλόδοξο κάτοικο αυτού του κράτους, από τότε που αυτό κατασκευάστηκε από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις του 19ου αιώνα, μέχρι την στοχοποίηση των μεταναστών από την δεκαετία του 1990 κι έπειτα έχουν κάψει, σπάσει και λεηλατήσει πολλά σπίτια και έχουν δείρει μέχρι θανάτου μερικές φορές, από μουσουλμάνους και εβραίους κατοίκους της Ελλάδας μέχρι ορθοδόξους χριστιανούς που δεν υπάκουαν στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Πάντα είχαν στο πλευρό τους το κράτος, το οποίο χρηματοδοτούσε τους συλλόγους τους και τα κόμματά τους, δικιολογούσε δημοσιογραφικά και ακαδημαϊκά την δράση τους, αρνιόταν να παράσχει στα θύματά τους την προστασία του νόμου και χειραγωγούσε τους δικαστές, ώστε πάντα να αθωώνουν τους εγκληματίες αυτούς, στις σπάνιες περιπτώσεις που, για κατευνασμό του κοινωνικού θορύβου, αυτοί οδηγιόντουσαν στα δικαστήρια. Και πάντα πολλοί από αυτούς τους αγανακτισμένους πολίτες ήταν και οι ίδιοι κράτος, δηλ. δημόσιοι υπάλληλοι, κυρίως ένστολοι, που όταν κάναν τις εγκληματικές τους επιχειρήσεις δεν φορούσαν τις στολές τους προκειμένου να εμφανίζονται σαν απλοί πολίτες.
Στις συμμορίες αυτές κατέφευγε πάντα κάθε άτομο του σχοινιού και του παλουκιού που ήθελε από την μια εύκολο, ασφαλές και γρήγορο κέρδος (από τις κρατικές χρηματοδοτήσεις και από την λεηλασίες των θυμάτων του) και ατιμώρητη ικανοποίηση των σαδιστικών του ενστίκτων. Πριν από τους μετανάστες, οι αλλόθρησκοι, οι εθνικές μειονότητες και οι κομμουνιστές ήταν τα πιο συνηθισμένα θύματα τους, μια και το κράτος τα εγκλήματα των συμμοριών τα παρουσίαζε σαν επιλογές της πλειοψηφίας και του μέσου πολίτη κι έτσι εξασφάλιζε την συναίνεση μιας τρομοκρατημένης από την δράση των συμμοριών πλειοψηφίας, η οποία δινόταν από τα μέλη της πλειοψηφίας, προκειμένου αυτά να μην στοχοποιηθούν από τις συμμορίες και έχουν την τύχη των θυμάτων των συμμοριών. Και εκτός από το να σπάνε, να καίνε και να δέρνουν, τα μέλη των συμμοριών, στην καθημερινότητά τους ήταν το μάτι και το αυτί της αστυνομίας, δηλαδή κοινοί χαφιέδες.
Αυτήν την θλιβερή πραγματικότητα της ανεξέλεγκτης δράσης των εγκληματικών συμμοριών από παρακρατικούς που αυτοονομαζόντουσαν πάντα αγανακτισμένοι πολίτες, την αισθάνθηκα ήδη από τα παιδικά μου χρόνια, την δεκαετία του ’60, όταν και η υπόνοια μόνο ότι κάποιος είναι κομμουνιστής, μπορούσε να τον κάνει στόχο αυτής της ατιμώρητης πάντα εγκληματικής δράσης. Τότε μεγάλωνα σε μια εποχή που οι περισσότεροι αριστεροί έκρυβαν εάν μπορούσαν την πολιτική τους επιλογή, για να μην συσπειρωθούν εναντίον τους οι εθνικόφρονες και ακόμη και αν γλύτωναν από το κάψιμο του σπιτιού τους και το άγριο ξύλο, όπως γινόταν στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, δεν μπορούσαν να διοριστούν στο δημόσιο, δεν μπορούσαν να μεταναστεύσουν, δεν μπορούσαν να πάρουν άδειες εξάσκησης επαγγέλματος, δεν μπορούσαν να βρουν εργοδότη να τους πάρει στη δουλειά. Η μόνη διέξοδός τους ήταν η αυτοαπασχόληση, όπως τώρα είναι για τους Αφρικανούς και τους Κινέζους κατοίκους αυτής της χώρας. Αντίθετα τα μέλη των εγκληματικών συμμοριών των αγανακτισμένων πολιτών είχαν όλα τα παραπάνω δικαιώματα και πολλά προνόμια, όπως χρηματοδοτήσεις των συλλόγων τους, παράνομα επιδόματα και άδειες εργασίες, διευκολύνσεις στις καταπατήσεις δημοσίων εκτάσεων κλπ. Την δεκαετία του ’60 είναι που αυτές οι εγκληματικές συμμορίες των αγανακτισμένων πολιτών σκότωσαν τον ανεξάρτητο βουλευτή της αριστεράς και υπέρμαχο του κινήματος της ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη.
Στην διάρκεια της 7χρονης στρατιωτικής δικτατορίας 1967-1974, οι εγκληματικές συμμορίες πρέπει να περιορίστηκαν στην δράση του χαφιέ, γιατί το εγκληματικό τους έργο των άγριων ξυλοδαρμών, ακόμη και περίτεχνων βασανιστηρίων, είχε αναλάβει το ίδιο το κράτος με τον στρατό του και την αστυνομία του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν στοχοποιούσαν οποιαδήποτε αντισυμβατική συμπεριφορά, όπως τα μακριά μαλλιά, ή οι ομοφυλόφιλες ερωτικές συμπεριφορές και σε μικρά κυρίως χωριά έκαναν την παρουσία τους παραπάνω από αισθητή. Και τότε, στην διάρκεια της δικτατορίας δηλ., οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση έπαιρνε πάντα το μέρος τους. Μάλιστα για την υπεράσπιση της τρομοκρατίας των εγκληματικών συμμοριών των αγανακτισμένων πολιτών είχε στρατευθεί και ο ελληνικός κινηματογράφος, που με τις κωμωδίες του σάρκαζε κάθε αντισυμβατική συμπεριφορά και επιδίωκε να προξενεί στους θεατές του το περιφρονητικό γέλιο απέναντι στην αντισυμβατική συμπεριφορά της νεολαίας ή των ομοφυλοφίλων.
Δεν θέλει ρώτημα το ότι τα μέλη των εγκληματικών συμμοριών, για την χαφιέδικη και τρομοκρατική τους δράση αμείφτηκαν από την δικτατορία πλουσιοπάροχα με προσλήψεις στο δημόσιο, με επιδόματα, με άδειες κλπ. και μετά την δικτατορία ποτέ κανείς δεν τους ζήτησε να επιστρέψουν πίσω τις αμοιβές τους αυτές, όπως οι γονείς τους και οι παππούδες τους δεν επέστρεψαν τις περιουσίες των Τούρκων, των Τσάμηδων, των εθνικά Μακεδόνων, των Βουλγάρων και όλων γενικά που δολοφονήθηκαν ή εκδιώχθηκαν από αυτήν την χώρα στο όνομα της θρησκείας και του έθνους.
Το να υπήρξες εθνικόφρονας παρακρατικός, χαφιές, τραμπούκος, βασανιστής ή ό,τι άλλο σχετικό μετά την μεταπολίτευση, εκτός για τους μετρημένους στα δάχτυλα, που οδηγήθηκαν στις Δίκες της Χούντας για να «καθαρίσουν» με ελάχιστες ποινές στην μεγάλη πλειοψηφία τους, δεν αποτελούσε λόγο να μην συνεχίζεις απρόσκοπτα την επαγγελματική σου δράση και την κοινωνική άνοδο που σου είχε εξασφαλίσει η δικτατορία. Τότε στα χωριά οι γονείς των σημερινών παρακρατικών εγκληματιών νοσταλγούσαν δημόσια την δικτατορία, ενώ τα θύματα τους είχαν αναγκαστεί να ξενιτευτούν είτε στις μεγάλες πόλεις είτε στο εξωτερικό. Ενώ στις πόλεις οι αριστεροί που θα μπορούσαν να επικεντρώσουν τα συνθήματά τους στις διώξεις των μελών των παρακρατικών εγκληματικών συμμοριών (γιατί ό, τι είχε απομείνει στην Ελλάδα από θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο επειδή συνέχιζε να ζει σε συνθήκες δικτατορίας), κουρασμένοι από πολλές δεκαετίες παρανομίας και τρομοκρατίας σε βάρος τους, περιορίστηκαν στην διαφύλαξη της νεοαποκτημένης νομιμότητάς τους και στην διεκδίκηση της προσωπικής τους ευδαιμονίας. Για πλουτισμό ήταν κατάλληλη η εποχή γιατί η δικτατορία απαγορεύοντας κάθε οικονομική διεκδίκηση από την μεριά των εργαζομένων είχε καταστήσει την Ελλάδα παράδεισο των επενδύσεων κι έτσι η μεταπολίτευση βρήκε την οικονομία της χώρας σε ανοδική πορεία. Και για εκτόνωση των πιο απαιτητικών υπήρχαν οι απεργίες και οι κομματικοί αγώνες. Με λίγα λόγια από το 1974 κι έπειτα οι αριστεροί αντί να επιδιώξουν την λεγόμενη τότε αποχουντοποίηση κοίταξαν να «φτιάξουν την ζωή τους».
Από το 1974 μέχρι το 1990 οι εγκληματικές συμμορίες των παρακρατικών περιορίστηκαν στην απόλαυση και στην κεφαλαιοποίηση των κερδών που σε χρήμα ή σε είδος τους είχε προσφέρει η δικτατορία ενώ η επίσημη παραίτηση της αριστεράς από την αποχουντοποίηση και την τιμωρία των παρακρατικών εγκληματιών που επί δεκαετίες λυμαινόντουσαν την Ελλάδα ονομάστηκε και γιορτάστηκε σαν Εθνική Συμφιλίωση. Όλο αυτό το διάστημα η εγκληματική τους δράση απέναντι των θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων της Ελλάδας συνεχίστηκε απτόητη και στην Θράκη ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας της τουρκικής μειονότητας πέρασε στα χέρια τους. Δεν είναι τυχαίο που στην Θράκη, και συγκεκριμένα στην Κομοτηνή, οι παρακρατικές εγκληματικές συμμορίες των αγανακτισμένων πολιτών είδαν την εγκληματική τους δράση να φτάνει στο αποκορύφωμα με το πογκρόμ κατά της τουρκικής μειονότητας το 1990. Παράλληλα, οι περιουσίες των Τσάμηδων της Ηπείρου και των εθνικά Μακεδόνων θυμάτων και προσφύγων του Εμφυλίου παραμείνανε στα χέρια των εθνικοφρόνων παρακρατικών που τις είχανε αρπάξει με νόμιμα ή παράνομα μέσα.
Το άνοιγμα των συνόρων με την Αλβανία, το 1990, αποτέλεσε το σάλπισμα για την δυναμική επανεμφάνιση στο προσκήνιο των εγκληματικών συμμοριών των εθνικοφρόνων, γιατί από την μια με τα κρατικά μέσα που διαθέτανε σαν παρακράτος και τις διασυνδέσεις τους με τις ελληνικές εθνικιστικές συμμορίες της Βορείου Ηπείρου, βρέθηκαν να διαχειρίζονται τεράστια ποσά που προερχόντουσαν από Αλβανούς υπηκόους που τα έδιναν για να έχουν στην Ελλάδα μεταχείριση Ελλήνων της διασποράς και όχι ανεπιθύμητων Αλβανών μεταναστών, και από την άλλη αυτά τα ποσά μπορούσαν να τα πολλαπλασιάσουν άμεσα επενδύοντας τα στο σωματεμπόριο, στο λαθρεμπόριο όπλων και ναρκωτικών και όλα τα σχετικά. Τότε άρχισαν να έρχονται στην δημοσιότητα τα πρώτα σκάνδαλα για εμπόριο από κύκλους των ελληνικών προξενικών αρχών της Αλβανίας εγγράφων που παρουσίαζαν τους Αλβανούς υπηκόους της Βόρειας Ηπείρου (Νότιας Αλβανίας) σαν άτομα ελληνικής καταγωγής. Τότε είναι που οι ελληνικές εγκληματικές παρακρατικές συμμορίες σε συνεργασία με τις ελληνικές εθνικιστικές συμμορίες της Βορείου Ηπείρου γύριζαν τα χωριά και τις πόλεις της Αλβανίας, για να εξαπατήσουν τα απροστάτευτα κορίτσια με υποσχέσεις δουλειάς στην Ελλάδα και τις οδηγούσαν στην καταναγκαστική πορνεία στην Ελλάδα. Τότε ήταν που το εμπόριο όπλων και ναρκωτικών που διακινούνταν μέσω των αλβανικών συνόρων με την βοήθεια του ελληνικού παρακράτους, λόγω ατιμωρησίας έφτασε σε ύψη ρεκόρ με αποτέλεσμα, κάποιοι έμποροι που λόγω της νεοαποκτημένης τους δύναμης επιχειρήσανε να αυτονομηθούν από το παρακράτος, βρέθηκαν στα χέρια της ελληνικής αστυνομίας και εμφανίστηκαν στα μονόστηλα των εφημερίδων. Μάλιστα, έπρεπε να είναι τυχεροί για να καταλήξουν απλά στην φυλακή. Αρκετοί Αλβανοί που επιχειρήσανε να αυτονομηθούν από το ελληνικό παρακράτος, βρεθήκανε δολοφονημένοι και η δολοφονία τους αποδόθηκε από την ελληνική αστυνομία που πάντα κάλυπτε το παρακράτος, σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Αν το άνοιγμα των συνόρων με την Αλβανία σήμανε για τις εγκληματικές συμμορίες των εθνικοφρόνων παρακρατικών το ξεκίνημα μιας ιλιγγιώδους διαδρομής μέχρι την κορφή του ελληνικού οικονομικού στερεώματος, ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία σήμανε γι’ αυτές τις συμμορίες το αποκορύφωμα της καριέρας τους. Σαν υπερασπιστές της υποτιθέμενης πατροπαράδοτης φιλίας και συνεργασίας των Ελλήνων ορθοδόξων χριστιανών με τους Σέρβους ομόλογούς τους ενάντια στον υποτιθέμενο μουσουλμανικό κίνδυνο, οι εθνικόφρονες παρακρατικοί άρχισαν να θησαυρίζουν, από την μια επενδύοντας στην χρηματοδοτούμενη από το κράτος εθνικιστική προπαγάνδα κατά της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και από την άλλη, σαν στενοί συνεργάτες των σερβικών παρακρατικών συμμοριών, μοιραζόμενοι με τις τελευταίες την λεία του πολέμου τους ενάντια στην Βοσνία. Πέρα από το ασφαλές ξέπλυμα του προερχόμενου από τον πόλεμο μαύρου χρήματος, οι ελληνικές εγκληματικές συμμορίες των εθνικοφρόνων παρακρατικών αποκόμιζαν και τεράστια ποσά από την παραβίαση του εμπάργκο που είχε επιβάλει ο Ο.Η.Ε. στους εμπολέμους, προκειμένου να αποδυναμώσει τον πόλεμο. Και βέβαια, τα τεράστια κέρδη από τον εθνικισμό και την συνεργασία με τους Σέρβους παρακρατικούς, οι εγκληματικές αυτές συμμορίες τα επένδυαν αμέσως στην σωματεμπορία και στο εμπόριο όπλων και ναρκωτικών. Σε αυτά τα εμπόρια βρήκαν πρόθυμους συνεργάτες στις παρακρατικές μαφίες των πρώην σοσιαλιστικών χωρών της ανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα στις παρακρατικές συμμορίες της Ρωσίας, οι όποιες θησαύριζαν από τον πόλεμο στην Τσετσενία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η καταναγκαστική πορνεία έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη στην Ελλάδα και τα κέρδη από αυτή σε πολλά δισεκατομμύρια. Το ίδιο και το εμπόριο όπλων, με πιο φανερό αποτέλεσμα τον εξοπλισμό όλης της εθνικόφρονος «λεβεντογένας» Κρήτης. Το ίδιο και το εμπόριο ναρκωτικών με πρωταγωνιστές στην παραγωγή την Κρήτη και την δυτική Πελοπόννησο. Όλα αυτά τα επικερδέστατα εμπόρια που αποτελούσαν πάντα την προνομιακή απασχόληση του οργανωμένου εγκλήματος, η ελληνική αστυνομία και τα ελληνικά δικαστήρια τα αφήσανε στο απυρόβλητο είτε γιατί ήταν διαβρωμένα από το παρακράτος (κυρίως η ελληνική αστυνομία) είτε γιατί εξαγοραζόντουσαν (κυρίως τα ελληνικά δικαστήρια). Προς το τέλος της δεκαετίας του ’90, οι παρακρατικές εγκληματικές συμμορίες των εθνικοφρόνων είχαν κυριαρχήσει τόσο πολύ στην ελληνική και κοινωνική ζωή, ώστε λίγα είχαν να ζηλέψουν από τους Σέρβους συναδέλφους τους. Και αν δεν καταφέρανε, όπως οι τελευταίοι, να σκοτώσουν ακόμη και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, δεν είχαν και θύματα, όπως είχαν οι Σέρβοι. Στην Ελλάδα κανένας Αρκάν δεν δολοφονήθηκε και κανένας εγκληματίας πολέμου δεν μπήκε στην φυλακή, όπως ο Μιλόσεβιτς, ο Κάρατζιτς και τόσοι άλλοι.
Μπορεί όμως οι εγκληματικές συμμορίες των εθνικοφρόνων παρακρατικών να μην σκοτώσανε τον Έλληνα πρωθυπουργό (κάτι που θα μπορούσαν να το κάνουν έχοντας διαβρώσει την αστυνομία), άλλωστε δεν χρειάστηκε να το κάνουν γιατί κανένας πρωθυπουργός δεν τα έβαλε μαζί τους, όμως θορύβησαν τόσο πολύ το ελληνικό κράτος με την ασυδοσία τους, ώστε άρχισε να αντιδρά, από την μια με ειδικούς νόμους, όπως ο νόμος κατά της διεθνικής σωματεμπορίας και από την άλλη με ειδικές υπηρεσίες, όπως η υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων της αστυνομίας. Και για να αφαιρέσει από τις εγκληματικές συμμορίες το μονοπώλιο της πληροφόρησης, που αυτές εξασφάλιζαν με το άφθονο μαύρο χρήμα τους, το κράτος άρχισε να επιτρέπει την πρόσβαση στα στοιχεία που αποκαλύπτουν το παρακράτος σε δημοσιογράφους, όπως ο Τριανταφυλλόπουλος, ο Νοδάρος, ο Συρίγος και άλλοι. Η ασυδοσία δε των δικαστών που καλύπτανε τις συμμορίες άρχισε να μπαίνει στο στόχαστρο με την αποκάλυψη των παραδικαστικών σκανδάλων. Τέτοιοι δημοσιογράφοι συλληφθήκανε από την αστυνομία για εκφοβισμό και φορτωθήκανε εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές πρόστιμα, όμως το ελληνικό κράτος δεν τους άφησε στα χέρια του παρακράτους και έφτασε να παράσχει και αστυνομική προστασία. Η διαπλοκή κράτους και παρακράτους, με την έννοια ότι το κράτος έχει πάντα τον τελευταίο λόγο για τα όρια της δράσης του παρακράτους, ήταν αυτή που έσωσε τους δημοσιογράφους αυτούς από την δολοφονία. Αυτή είναι που σώζει και από βαρείς τραυματισμούς από επιθέσεις παρακρατικών εθνικοφρόνων αγανακτισμένων πολιτών τους συνέδρους σε αντιεθνικιστικά ή αντιρατσιστικά συνέδρια. Ενώ δεν σώζει τους μετανάστες από βαρείς τραυματισμούς ή και φόνους από αυτές τις επιθέσεις, επειδή δεν τους έχει ανάγκη το κράτος, όπως έχει τους παραπάνω συνέδρους που πολλοί από αυτούς κατέχουν θέσεις μισθοδοτούμενες από το κράτος και αποτελούν την όμορφη βιτρίνα του κράτους.
Το τέλος του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία μετά από επέμβαση του Ν.Α.Τ.Ο. και δίμηνο βομβαρδισμό του πολεμικού μηχανισμού των Σέρβων, άφησε πολλούς από τους παρακρατικούς εγκληματίες εθνικόφρονες τόσο πλούσιους που έπαψαν να αρκούνται στις παράνομες εγκληματικές δραστηριότητες και αποφάσισαν να οργανωθούν πολιτικά και να επενδύσουν ιδεολογικά στον λαϊκισμό και στον αντιμπεριαλισμό, που κατά την διάρκεια του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, με την πλήρη υποστήριξη της ελληνικής αριστεράς είχαν φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Εκείνη την εποχή έβλεπες τις ελληνικές φασιστικές εφημερίδες να αποκαλούν τους Αμερικανούς φασίστες, όπως και οι αριστερές εφημερίδες και οι φασίστες, όπως και οι κομμουνιστές, να κάνουν πορείες διαμαρτυρίας στην αμερικανική πρεσβεία. Με λίγα λόγια η ιδεολογική επένδυση στον λαϊκισμό και στον αντιμπεριαλισμό ήταν μια σίγουρη επένδυση. Η πολιτική τους οργάνωση, με τα λεφτά που διαθέτανε από τον πόλεμο και τις μαφιόζικες δραστηριότητες αξιοποίησε πρώτα απ’ όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που πάντα βρίθουν από λιγούρηδες χαραμοφάηδες ανίκανους δημοσιογράφους, πρόθυμους να ξεπουληθούν σε οποιονδήποτε δίνει τα πιο πολλά. Και το ξεπούλημά τους μπορεί πάντα να γίνεται ατιμώρητα, όπως απέδειξε η ατιμωρησία των δημοσιογράφων που πρωταγωνιστήσανε στην έκρηξη του αντιμακεδονικού εθνικισμού το 1992 με λεφτά από τα μυστικά κονδύλια του υπουργείου εξωτερικών. Επιπροσθέτως, οι οργανωμένοι πολιτικά εθνικόφρονες παρακρατικοί εγκληματίες είχαν και την στήριξη του ΠΑ.ΣΟ.Κ., το οποίο έβλεπε ότι η αύξηση των ψήφων προς αυτούς αφαιρούσε ψήφους από την Νέα Δημοκρατία, που αποτελούσε τον μοναδικό αξιόπιστο πολιτικό του αντίπαλο.
Εδραιωμένοι πολιτικά και ιδεολογικά οι παρακρατικοί εθνικόφρονες εγκληματίες επικέντρωσαν τις επενδύσεις τους στην πιο προσοδοφόρα νόμιμη επιχειρηματική δραστηριότητα, τον αθλητισμό. Άλλωστε η τύχη ήταν μαζί τους, γιατί η Ελλάδα είχε ήδη πάρει την έγκριση να πραγματοποιήσει του ολυμπιακούς αγώνες του 2004 στην Αθήνα. Ο αθλητισμός, άλλωστε, αποτέλεσε και αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό του φασισμού και αυτό αποδείχτηκε ιστορικά και στην φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι, όπου όλη η νεολαία ήταν υποχρεωμένη να αθλείται συστηματικά για να φτιάξει αξιόμαχο στρατό που θα ανασύσταινε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και στην ναζιστική Γερμανία, η οποία επικέντρωσε τις προσπάθειές της και την προπαγάνδα της στους ολυμπιακούς αγώνες του 1936, για να αποδείξει την ανωτερότητα της «γερμανικής» φυλής. Και πράγματι, οι επενδύσεις τους απέδωσαν τα μέγιστα. Εκείνη την εποχή, με χρυσά ολυμπιακά μετάλλια από ντοπαρισμένους Έλληνες αθλητές ή ξένους μετανάστες στους οποίους είχε δοθεί η ελληνική υπηκοότητα για να πάρουν μετάλλια σαν Έλληνες, όπως και με στημένα παιχνίδια ποδοσφαίρου που εξασφάλιζαν, όπως κατά την δικτατορία, διεθνείς διακρίσεις, ο εθνοφασισμός έφτασε στο απόγειό του και γέμισε η Ελλάδα με ελληνικές σημαίες και μαινόμενο όχλο, όπως και με τον αντιμακεδονικό αγώνα του 1992.
Έτσι το τέλος του 2004 βρήκε τις εγκληματικές συμμορίες των εθνικοφρόνων «αγανακτισμένων πολιτών» στο απόγειο της δύναμης τους. Και γι’ αυτό, όταν τον Σεπτέμβρη του 2004, η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Αλβανίας νίκησε την πριν λίγους μήνες κυπελλούχο Ευρώπης Ελλάδα, και έδειξε ότι μόνο εξαγορασμένο θα μπορούσε να είναι το κύπελλο Ευρώπης από την Ελλάδα, οι εγκληματικές συμμορίες των εθνικοφρόνων «αγανακτισμένων πολιτών» εξαπέλυσαν ένα πανελλήνιο πογκρόμ κατά των Αλβανών μεταναστών με αποτέλεσμα έναν νεκρό μετανάστη και πολλές δεκάδες τραυματίες. Και, βέβαια, σ’ αυτό το πογκρόμ οι εγκληματικές συμμορίες είχαν την κάλυψη και την βοήθεια της αστυνομίας, όπως γίνεται πάντα στην Ελλάδα, από την εποχή που φτιάχτηκε το ελληνικό κράτος και ξεκίνησε η διαδικασία εθνοκάθαρσης στον ελλαδικό χώρο. Και, εννοείται, ότι όλοι αυτοί οι αδίστακτοι εγκληματίες πογκρομιστές μείνανε ατιμώρητοι, όπως πάντα.
Μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000 οι εγκληματικές συμμορίες των εθνικοφρόνων «αγανακτισμένων πολιτών» επικεντρώνανε την εγκληματική τους δράση ενάντια στους Αλβανούς, γιατί αυτοί ήταν ο πιο εύκολος στόχος. Όμως κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000, οι Αλβανοί, μετά από πολλά χρόνια εξαντλητικής δουλειάς και αιματηρών οικονομιών κατάφεραν να μην βρίσκονται στον δρόμο, στα χωράφια ή στις οικοδομές, εκτεθειμένοι στις σαδιστικές ορέξεις του κάθε Έλληνα φασίστα. Και η δεύτερη γενιά, δηλαδή τα παιδιά των Αλβανών μεταναστών που είχαν μεγαλώσει μέσα σε φοβερό ρατσισμό και διακρίσεις στην Ελλάδα, ήταν πια περισσότερο Έλληνες παρά Αλβανοί πολιτιστικά, με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολο για τις εγκληματικές συμμορίες των «αγανακτισμένων πολιτών» να τους ξεχωρίσουν από τους Έλληνες. Έτσι οι εγκληματικές συμμορίες επικέντρωσαν την δολοφονική δράση τους στους Πακιστανούς και στους Μπαγκλαντεσιανούς, που τώρα ήταν αυτοί οι εύκολοι στόχοι, γιατί και κοινωνικά ήταν και είναι απομονωμένοι, λόγω της μουσουλμανικής θρησκείας τους σε μια χώρα παπαδοκρατούμενη από χριστιανούς ακροδεξιούς παπάδες, όπως η Ελλάδα, και εύκολο να εντοπιστούν λόγω του χρώματός τους. Άλλωστε οι παρακρατικοί εγκληματίες έχουν τεράστια παράδοση στο έγκλημα κατά των μουσουλμάνων και των Εβραίων κατοίκων αυτής της χώρας, αρχής γενομένης από τις σφαγές των μουσουλμάνων και των Εβραίων στην Πάτρα, στην Καλαμάτα, στο Μεσολόγγι, στο Βραχώρι (Αγρίνιο) κλπ., με αποκορύφωμα την γενοκτονία των μουσουλμάνων και των Εβραίων της Τρίπολης, κατά την διάρκεια του πολέμου για την δημιουργία του Ελληνικού κράτους.
Όλα αυτά τα χρόνια αυτοί που έχουμε συνηθίσει να μας μιλούνε για αντίσταση και αγώνες ενάντια στους καταπιεστές και τους εκμεταλλευτές, εστιάζανε στους μπάτσους, στους πλουτοκράτες, στους μικροαστούς κ.ο.κ. υποτιμώντας το ναζιστικό καρκίνωμα και τις γενικευμένες ρατσιστικές συμπεριφορές στην ελληνική κοινωνία. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις ανταγωνιζόντουσαν τους ακροδεξιούς σε πατριωτισμό, λαϊκισμό, αντιμπεριαλισμό, αντισιωνισμό κλπ. ενισχύοντας έστω χωρίς να το θέλουν την εγκυρότητα της ναζιστικής προπαγάνδας. Με αποτέλεσμα, όταν το 2009 ο ελληνικός φασισμός των «αγανακτισμένων πολιτών» έκανε επίδειξη δύναμης στο κέντρο της Αθήνας, καταλαμβάνοντας την Ομόνοια και επιτιθέμενος κατά των μεταναστών που είχαν βρει προσωρινό καταφύγιο στο πρώην Εφετείο, στην οδό Σωκράτους, αυτοί που υπερασπιστήκαμε τους μετανάστες από τις πέτρες και τα ρόπαλα των εγκληματικών συμμοριών των εθνικοφρόνων «αγανακτισμένων πολιτών» να είμαστε ελάχιστες δεκάδες, ενώ κάποιες εκατοντάδες γύρω από την Ομόνοια περιοριζόντουσαν να φωνάζουν συνθήματα και κάποιοι άλλοι (οι αντιεξουσιαστές) εκτονώσανε τον αντιφασισμό τους στα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης της Κάνιγγος και μετά κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο. Ποιος να υπερασπίσει τους μετανάστες όταν, όπως και κατά την διάρκεια του πολέμου της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ο εχθρός για τους αριστερούς και τους αντιεξουσιαστές συνοδοιπόρους τους είναι οι Αμερικάνοι και οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές, και ο αγώνας πρέπει να γίνεται για τον φτωχό ελληνικό λαό που υποφέρει από τους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους; Ποιος να υπερασπίσει, μετά ένα μήνα περίπου, τους εθνικά Μακεδόνες της Ελλάδας και τους συμπαραστάτες τους, όταν οι παρακρατικοί διακόψανε την παρουσίαση του Ελληνομακεδονικού Λεξικού που γινόταν στο Κέντρο των Ανταποκριτών του Ξένου Τύπου στην Ακαδημίας, όταν θεωρούνται κι αυτοί μαριονέτες των Αμερικανών και των Ευρωπαίων, οι οποίοι απεργάζονται την προσάρτηση της ελληνικής δυτικής Μακεδονίας στο «κράτος των Σκοπίων»;
Ήταν φυσικό επόμενο, λοιπόν, μετά την αδιαμφισβήτητη νίκη των εγκληματικών συμμοριών στον έλεγχο της κεντρικής πλατείας της πρωτεύουσας, να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα τους που ήταν να επιβάλουν την μόνιμη κατοχή μιας κεντρικής πλατείας της πόλης, η οποία φιλοξενεί τον μεγαλύτερο ίσως χριστιανικό ναό της χώρας, της πλατείας του Άγιου Παντελεήμονα. Αυτή η μόνιμη κατοχή αμφισβητήθηκε, απ’ όσο ξέρω τρεις φορές μόνο: Την πρώτη φορά από ακροαριστερούς και αντιεξουσιαστές με συνέπεια την σύλληψη κάποιων από αυτούς από την αστυνομία που, όπως και στην Ομόνοια, υπερασπίζεται ανοιχτά τους ναζιστές παρακρατικούς, την δεύτερη, στις 7 του Ιούλη του 2009, από πάνω από 2000 αντιεξουσιαστές-αναρχικούς, οι οποίοι χτυπήθηκαν από μεγάλες δυνάμεις της αστυνομίας, όταν επιχείρησαν να μπουν στην πλατεία του Αγ. Παντελεήμονα και την τρίτη από τους ακροαριστερούς και τις αντιρατσιστικές οργανώσεις που οργάνωσαν μια συναυλία διαμαρτυρίας μπροστά από την εκκλησία του Αγ. Παντελεήμονα. Εδώ και πάρα πολλούς μήνες καμιά συλλογικότητα δεν τόλμησε να αμφισβητήσει ξανά την μόνιμη κατοχή της πλατείας του Αγ. Παντελεήμονα από τις εγκληματικές συμμορίες των εθνικοφρόνων παρακρατικών, με συνέπεια αυτοί να αισθάνονται παντοδύναμοι και να εντείνουν την εγκληματική τους δράση κατά των μεταναστών της περιοχής. Αντίθετα, οι αριστερά και οι αντιεξουσιαστές συνοδοιπόροι της, με αφορμή την οικονομική κρίση την οποία προβάλλει η κυβέρνηση και τα Μ.Μ.Ε. εντείνουν τους αντικαπιταλιστικούς τους αγώνες με στόχο να ανατραπεί η κυβερνητική οικονομική πολιτική και φτάνουν σε σημείο να καίνε γι’ αυτό τράπεζες με αποκορύφωμα τον εμπρησμό της Μαρφίν και τον θάνατο τριών υπαλλήλων της. Στα πλαίσια του ίδιου αντικαπιταλιστικού αγώνα κάποιοι άλλοι βάζουν βόμβες με αποτέλεσμα να σκοτωθεί από μία από αυτές ένας 15χρονος Αφγανός και να τραυματιστούν η μάνα του και η αδελφή του. Έτσι, η προβολή της κρίσης λειτουργεί σαν το καλύτερο δώρο για τις εγκληματικές συμμορίες των παρακρατικών αγανακτισμένων πολιτών, που βλέποντας τους αριστερούς και τους αντιεξουσιαστές να εστιάζουν σε οικονομικές διεκδικήσεις που φτάνουν να αφήνουν και νεκρούς πίσω τους, αισθάνονται τα χέρια τους λυμένα να επεκτείνουν την δράση τους και σε άλλα σημεία της Αθήνας, όπως η Ερμού, το Θησείο, το Γκάζι, του Ψειρή και τώρα τελευταία η πλατεία Αττικής. Και η εγκληματική δράση των εθνικοφρόνων παρακρατικών αγανακτισμένων πολιτών, πάντα με την κάλυψη της αστυνομίας, γίνεται όλο και πιο αιματηρή με πολλούς τραυματίες μέχρι και νεκρούς μετανάστες, την δολοφονία των οποίων η αστυνομία αποδίδει, όπως πάντα σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών και δεν πιάνει ποτέ τους ενόχους. Το ίδιο έκανε άλλωστε τόσα χρόνια με τους Αλβανούς τους οποίους δολοφονούσαν τα αποβράσματα που συνεχίζουν να λυμαίνονται την ελληνική κοινωνία.
Παράλληλα, οι δικαστές κάνουν ό,τι μπορούν για να τα έχουν καλά με τον οργανωμένο φασισμό αθωώνοντας τους κατηγορούμενους για παράβαση του αντιρατσιστικού νόμου (ακούγεται απίστευτο κι όμως έχει κι η Ελλάδα τέτοιο νόμο), αθωώνοντας τους δράστες κραυγαλέων ρατσιστικών εγκλημάτων, αρνούμενοι να ασκήσουν δίωξη, όπως οφείλουν, σε εφημερίδες, ραδιοσταθμούς και τηλεοπτικά κανάλια που κάνουν ανοιχτά ρατσιστική προπαγάνδα κ.ο.κ. ενώ αντίθετα ασκούν διώξεις κατά αντιναζιστικών οργανώσεων και κατά των ελάχιστων τίμιων δημοσιογράφων που αποκαλύπτουν την συμπαιγνία κράτους και παρακράτους.
Και ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι τα σχολεία, γνωστά φυτώρια εθνικισμού και ρατσισμού, τώρα πλέον προμηθεύουν σταθερά μέλη στις εγκληματικές συμμορίες των εθνικοφρόνων παρακρατικών αγανακτισμένων πολιτών. Η επίθεση στην αντιρατσιστική συγκέντρωση της Πανόρμου, όπως και η εμπρηστική επίθεση σε κατοικία μεταναστών στην Σπάρτη, ήταν έργα μαθητών κατά των μεγαλύτερο μέρος, όπως παλιότερα η δολοφονία του μικρού Άλεξ στη Βέροια.
Σε παλαιότερο άρθρο μου για τον διπλό εμπρησμό της Συναγωγής των Χανίων είχα πει ότι η Ελλάδα εξελίσσεται σε Σερβία του Μιλόσεβιτς, όπου κυριαρχούσαν οι εθνικιστικές συμμορίες και η κοινωνική ζωή ήταν έρμαιο του οργανωμένου εγκλήματος. Ο άκρατος, προκλητικός, επιθετικός εθνικισμός ενάντια στις εθνικές μειονότητες της χώρας, όπως οι Εβραίοι, οι Μακεδόνες, οι Τούρκοι και οι Τσιγγάνοι (θύματα περισσότερο ενός εθνορατσισμού κι όχι συνηθισμένου εθνικισμού), ένας εθνικισμός που έχει οδηγήσει ακόμα και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να καταδικάσει αρκετές φορές την Ελλάδα, με έκανε να περιμένω κάτι τέτοιο. Σήμερα βλέπω ότι δεν είναι μόνο το μοντέλο της Σερβίας του Μιλόσεβιτς που προσπαθούν να επιβάλλουν στην Ελλάδα οι παρακρατικές συμμορίες. Ένα άλλο μοντέλο, ιδιαίτερα ελκυστικό γι’ αυτές είναι και το μοντέλο της Ρωσίας. Γιατί και στην Ρωσία, όπως και στην Ελλάδα, το οργανωμένο έγκλημα έχει διαβρώσει ένα μεγάλο μέρος της παντοδύναμης, όπως και στην Ελλάδα, αστυνομίας, και για να γίνει κοινωνικά αποδεκτό πλειοδοτεί σε εθνικισμό και ρατσισμό, χρηματοδοτώντας πλουσιοπάροχα τα Μ.Μ.Ε. για να καλύπτουν ιδεολογικά τις εγκληματικές δραστηριότητες του κατά μεταναστών και εθνικών μειονοτήτων, όπως οι Τσετσένοι. Όπως και να ’χει, είτε Σερβία είτε Ρωσία, η Ελλάδα κατρακυλάει σε μια αποκρουστική κοινωνική πραγματικότητα, όπου η ατιμώρητη βία των εγκληματικών παρακρατικών συμμοριών θα είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο, όχι μόνο στον Αγ. Παντελεήμονα και την πλατεία Αττικής της Αθήνας αλλά σε οποιοδήποτε μέρος μεγάλης πόλης (όπως γίνεται τώρα και στα Χανιά και στο Ρέθυμνο), όπου υπάρχει συγκεντρωμένος μεγάλος αριθμός μεταναστών, ενώ στις μικρές πόλεις (όπως π.χ. η Σπάρτη) το φρικιαστικό αυτό φαινόμενο θα είναι πιο σποραδικό. Και δεν είναι μόνο τα άμεσα θύματα της παρακρατικής βίας που θα πληρώνουν με το αίμα τους την εξάπλωση του φασιστικού καρκινώματος. Όπως στην Γερμανία του Χίτλερ, την Ιταλία του Μουσολίνι, την Ισπανία του Σαλαζάρ, την Ελλάδα του Παπαδόπουλου και την Σερβία του Μιλόσεβιτς, ή γιατί όχι, την Ρωσία του Πούτιν, όπου δολοφονούνται ατιμώρητα κορυφαίοι δημοσιογράφοι σαν την Άννα Πολιτκόφσκαγια, όσοι δεν γίνονται θύματα της ωμής βίας θα ζουν κάτω από μία διαρκή τρομοκρατία, έρμαια στις ταπεινώσεις και τους εξευτελισμούς των συμμοριών, όπως είναι σήμερα έρμαια της αστυνομικής τρομοκρατίας και ασυδοσίας οι νέοι των Εξαρχείων. Και αν φαίνεται υπερβολικό αυτό το μοντέλο κοινωνίας δεν είναι καθόλου απραγματοποίητο. Όχι μόνο έχει εφαρμοστεί στο παρελθόν, όχι μόνο εφαρμόζεται σήμερα στην Ρωσία, σε άλλες πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες και σε πολλά κράτη του λεγόμενου τρίτου κόσμου (κορυφαία παραδείγματα η Μιανμάρ (Βιρμανία), η Ταϋλάνδη, η Καμπότζη κλπ.), αλλά ικανοποιεί και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας, γιατί του εξασφαλίζει φτηνούς δούλους, άφθονες κοπέλες-θύματα της εξαναγκαστικής πορνείας για να ικανοποιεί τα βίτσια του, όπλα και ναρκωτικά. Και βέβαια άφθονο ποδόσφαιρο, σκυλάδικα και εθνική έπαρση. Το πρόσφατο παρελθόν των ατιμώρητων ρατσιστικών εγκλημάτων, του εθνικιστικού παραληρήματος, των πογκρόμ κατά των μειονοτήτων, που σε πολλές περιπτώσεις, όπως των ατιμώρητων ρατσιστικών εγκλημάτων, δεν είναι καθόλου παρελθόν αλλά παρόν, πείθει ότι το μοντέλο μιας κοινωνίας έρμαιο των εγκληματικών συμμοριών είναι και εφικτό και, δυστυχώς, επιθυμητό από ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων κατοίκων αυτής της χώρας, ή τουλάχιστον αυτών που η γνώμη τους μετράει.
Δεν είναι, εννοείται, ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που προσπαθώ να εστιαστεί η προσοχή όσων διαβάζουν τα άρθρα μου στη εγκληματική δράση των παρακρατικών συμμοριών. Και επίσης εννοείται ότι δεν είμαι ο μόνος που το κάνω και δεν το κάνω καλύτερα από τους άλλους. Όμως, θεωρώ ότι το ζήτημα είναι απίστευτα σοβαρό και πρέπει να βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής. Και είμαι σίγουρος ότι δεν βρίσκεται. Δεν βρίσκεται ούτε καν στο επίκεντρο των ομοϊδεατών μου αναρχικών, απελπιστικά λίγοι από τους οποίους το έχουν τοποθετήσει στο επίκεντρο της δράσης τους. Αντίθετα, μπορεί το απίστευτα σοβαρό αυτό ζήτημα να βρίσκεται στο επίκεντρο αριστερών οργανώσεων, όπως το «Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών» και η «Κίνηση Απελάστε τον Ρατσισμό» ή κάποιων αυτονόμων, όπως το Τέρμιναλ 119 και οι ομάδες Αντιφά. Αν περιοριστεί σε αυτούς, που είναι το πιο πιθανό, η παρακρατική τρομοκρατία θα εντείνεται και θα διευρύνεται και η Ελλάδα των νταβατζήδων θα διεκδικεί επάξια όχι μόνο την διατήρηση του τίτλου του τραμπούκου της Ευρώπης αλλά και της χώρας των τραμπούκων. Κάτι που, δυστυχώς, ονειρεύονται πολλοί «συμπατριώτες» μου.
|
|
|
|
|
|